εὐθενία

English (LSJ)

ἡ, = εὐθένεια ΙΙ (q.v.), from which it cannot be distinguished after ii B.C.: Ion. εὐθενίη () Epigr. in Rev.Phil.19.178 (i B.C.), Epigr.Gr.1036.19 (Nicomedia); εὐθενία is v.l. in Arist. Rh.1360b16, HA602a15 (v.l. εὐσθένεια, εὐθένεια), Porph. Gaur.16.2.—From ii A.D. εὐθένεια and εὐθενία begin to be confused with εὐθηνία.

Greek Monolingual

εὐθενία και ιων. τ. εὐθενίη, ἡ (Α)
βλ. ευθένεια.