εὐλὴ
Greek (Liddell-Scott)
εὐλὴ: ἡ, σκώληξ, τὸ ἔμβρυον τῆς μυίας, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ.· εν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., καὶ ἀείποτε ἐπὶ τῶν σκωλήκων τῶν ἀναπτυσσομένων ἐπὶ τῆς σαρκὸς καὶ ἑπομένως διαφόρων τῶν ἑλμίνθων, Ἰλ. Τ. 26, Ω. 414 (ἴδε ἐν λ. αἰόλος Ι.)· ὑπ’ εὐλέων καταβρωθῆναι Ἡρόδ. 3. 16 (πρβλ. ἐκζέω, εὐλάζω). ἴδε Ἱππ. 622, 26, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 10: - ἐπὶ κοινῶν σκωλήκων, Ὀρφ. Λιθ. 594. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΕϜΛ, γενομένην κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τῆς ϜΕΛ, εἵλω).