ἑπομένως

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπομένως Medium diacritics: ἑπομένως Low diacritics: επομένως Capitals: ΕΠΟΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hepoménōs Transliteration B: hepomenōs Transliteration C: epomenos Beta Code: e(pome/nws

English (LSJ)

Adv. pres. part. of ἕπομαι,
A in a secondary manner, opp. πρώτως, Arist.Metaph.1030a22, cf. Plu.2.569e: opp. προηγουμένως, Hierocl.in CA3p.424M.
II in accordance with, τῷ νόμῳ Pl.Lg. 844e, cf. Arist.de An.405a3; τῷ τῆς ἀκολουθίας εἱρμῷ Ph.2.194.
III next in order, Arist.GA736b13, Plb.4.1.7, Ph.1.560.

German (Pape)

[Seite 1007] folgend, in der Folge, dem πρώτως entsprechend, Arist. Met. 7, 4; – c. dat., zufolge, gemäß, τῷ νόμῳ Plat. Legg. VIII, 844 e; Arist. de anim. 1, 2; Pol. 4, 1, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἑπομένως:
1 производным образом, вторично (πρῶτον μὲν …, ἑ. δέ Arst.);
2 следуя, соответственно (τῷ νόμῳ Plat.; τινὶ λέγεσθαι Arst.; τούτοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπομένως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἕπομαι, κατόπιν, μετὰ ταῦτα, ἀντιθ. πρὸς τὸ πρώτως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 13. ΙΙ. συμφώνως πρός τι, τινὶ Πλάτ. 844Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 14.

Greek Monolingual

(AM ἑπομένως)
επίρ. βλ. έπομαι.