εὐμάραθος

English (LSJ)

[μᾰ], ον, abounding in fennel, AP9.318 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1079] πρηών, reich an Fenchel, Leon. Tar. 56 (IX, 318).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en fenouil.
Étymologie: εὖ, μάραθον.

Russian (Dvoretsky)

εὐμάρᾰθος: богатый укропом (πρηών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμάρᾰθος: -ον, ἔχων ἄφθονον μάραθον, Ἀνθ. Π. 9. 318.

Greek Monolingual

εὐμάραθος, -ον (Α)
(για τόπο, για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάραθος].

Greek Monotonic

εὐμάρᾰθος: -ον, πλούσιος, άφθονος σε μάραθο, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-μάρᾰθος, ον
abounding in fennel, Anth.