εὐνατήρ

English (LSJ)

εὐνάτειρα, εὐνάτρια, εὐνάτωρ, v. εὐνητήρ.

German (Pape)

[Seite 1082] ῆρος, ὁ, Lagergenosse, Ehegatte, Aesch. Pers. 134.

French (Bailly abrégé)

dor. c. εὐνητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνατήρ: εὐνάτειρα, εὐνάτωρ, ἴδε εὐνητήρ.

Greek Monolingual

εὐνατήρ, ὁ, θηλ. εὐνάτειρα (Α)
δωρ. τ. του ευνητήρ.

Greek Monotonic

εὐνατήρ: εὐνάτειρα, εὐνάτωρ, βλ. εὐνητ-.