ευνητήρ

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) ευνώ
1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.)
2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» — η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.)
β) «χιτὼν εὐνητήρ» — νυχτερινό πουκάμισο.