Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) ευνώ
1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.)
2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» — η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.)
β) «χιτὼν εὐνητήρ» — νυχτερινό πουκάμισο.