εὐνόησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, f.l. in Artem.2.12.

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, das Wohlwollen, Artemid. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνόησις: -εως, ἡ, αἴσθημα εὐνοϊκόν, εὔνοια, εὐμένεια, Ἀρτεμίδ. 2. 12.