εὐξυλοεργός
English (LSJ)
εὐξυλοεργόν, skilled in carpentry, πελεκήτορες Man.4.324.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξυλοεργός: -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324.
Greek Monolingual
εὐξυλοεργός, -όν (Α)
ο επιτήδειος στην κατεργασία του ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθοεργός].
German (Pape)
gut das Holz bearbeitend, πελεκήσωρ Man. 4.324.