αγαθοεργός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγαθοεργός, -όν και -ουργός, -όν)
αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγαθός + -εργός < έργον.
ΠΑΡ. αγαθοεργία
αρχ.
ἀγαθοεργῶ].