εὐρυκοίλιος
English (LSJ)
εὐρυκοίλιον, hollow, of the right ventricle of the heart, Hp. Cord.4; with wide cavity, of the caecum, Ruf. ap. Orib.7.26.25.
German (Pape)
[Seite 1095] weitbäuchig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυκοίλιος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν κοιλίαν, Ἱππ. 269. 2.
Greek Monolingual
εὐρυκοίλιος, -ον (Α)
1. (για τη δεξιά κοιλία της καρδιάς) πολύ κοίλη
2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευκοίλιος, στενοκοίλιος].