εὐρυλείμων

English (LSJ)

εὐρυλείμον, gen. ωνος, with broad meadows, Λιβύα Pi.P.9.55.

German (Pape)

[Seite 1095] ωνος, mit breiten Wiesen, Λιβύα Pind. P. 9, 55.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux vastes prairies.
Étymologie: εὐρύς, λειμών.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠλείμων: 2, gen. ονος adj. с обширными лугами (Λιβύα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυλείμων: -ον, ἔχων εὐρεῖς λειμῶνας, Λιβύα Πινδ. Π. 9. 95.

English (Slater)

εὐρῠλείμων with broad meadows “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55)

Greek Monolingual

εὐρυλείμων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + λειμών.

Greek Monotonic

εὐρυλείμων: -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ.

Middle Liddell

with broad meadows, Pind.