εὐρώγης
English (LSJ)
εὐρώγες, (ῥώξ) of fine grapes, πεντάς AP6.190 (Gaet.).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
aux beaux raisins.
Étymologie: εὖ, ῥώξ².
German (Pape)
ες, schönbeerig, vom Weinstock, Gaetul. 3 (VI.190).
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώγης: (ῥώξ), ἔχων καλὰς καὶ ἀφθόνους ῥᾶγας, πεντάδα τὴν σταφυλῆς εὐρώγεα Ἀνθ. Π. 6. 190.
Greek Monolingual
εὐρώγης, -ες (Α)
αυτός που έχει καλές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρωξ, ρωγός «ρώγα»].
Greek Monotonic
Middle Liddell
[ῥώξ]
abounding in grapes, Anth.