εὐφέγγεια
English (LSJ)
ἡ,
A brilliancy, Iamb.Protr.21.ισ'. -ής, ές, bright, brilliant, ἡμέρα… εὐ. ἰδεῖν A.Pers.387, cf. B.18.26; Ἄρκτος A.R.3.1195; σελάνα B.8.29, cf. Plu.2.161e; πεύκη, of a torch, AP7.407.5 (Diosc.); τὸ εὐ. Luc.Hipp.8.
2 shiny, τοῖχοι Suid.s.v.δύο τοίχους.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφέγγεια: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἑπομ., φωταύγεια, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 116. 9.
Greek Monolingual
εὐφέγγεια, ἡ (Α) ευφευγής
φωταύγεια, φωτεινότητα.
German (Pape)
ἡ, schöne Beleuchtung, Iambl.