εὐφαές, (φάος) very bright, Nonn. D. 8.111.
εὐφαής: -ές, (φάος) λάμπων καλῶς, λίαν λαμπρός, φωτεινός, Νονν. Δ. 8. 111.
εὐφαής, -ές (ΑΜ)αυτός που λάμπει πολύ, ο πολύ λαμπρός, ο πολύ φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φαής (< φάος «φως»)].
ές, sehr, schön leuchtend, Nonn. D. 8.111 und öfter.