εὐφιλόπαις

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, the children's darling, of a lion's whelp, A.Ag.721 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

αιδος (ὁ, ἡ)
cher aux enfants.
Étymologie: εὖ, φιλόπαις.

German (Pape)

παιδος, die Jungen sehr liebend, oder von den Kindern geliebt, λέων Aesch. Ag. 703.

Russian (Dvoretsky)

εὐφῐλόπαις: παιδος adj. весьма любезный детям или ласкающийся к детям (λέοντος ἶνις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφῐλόπαις: ὁ, ἡ, τοῖς παισὶ φίλτατος, ἐπὶ σκύμνου λέοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 721.

Greek Monolingual

εὐφιλόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
(για μικρό λιοντάρι) ο πολύ αγαπητός στα παιδιά («ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

εὐφῐλόπαις: ὁ, ἡ, αγαπητός στα παιδιά, λέγεται για μικρό λιονταράκι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

the children's darling, of a lion's whelp, Aesch.