εὔγαιος

English (LSJ)

εὔγαιον, freq. v.l. for εὔγειος.

German (Pape)

[Seite 1059] = εὔγεως, Strab. 12, 3, 11, als v.l.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγαιος: -ον, συνήθης διάφ. γραφ. ἀντὶ εὔγειος.

Greek Monolingual

εὔγαιος, -ον (Α)
βλ. εύγειος.