εύγειος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

εὔγειος, -ον (ΑΜ), Α και εὔγαιος, -ον)
αυτός που έχει καλό, εύφορο χώμα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.εὔγειος
η εὔφορη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γειος (< γαία, γη), πρβλ. έγγειος, υπόγειος].