εὔθερμον, very warm, Hp. Nat. Puer.24 (Comp., nisi leg. ἔνθερμος).
[Seite 1068] wohl, sehr warm, Hippocr.
εὔθερμος: -ον, λίαν θερμός, Ἱππ. 243 (δίς), πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἔνθερμος.
εὔθερμος, -ον (Α)πολύ θερμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερμός.