εὔθροος
English (LSJ)
Ep. ἐύθροος, ον, loud-sounding, Opp.C.3.285, AP6.39 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1069] ep. ἐΰθροος, wohl-, lauttönend, τύμπανα Opp. C. 3, 285; κερκίς Archi. 11 (VI, 39); ἐπίβαθρον Iul. Aeg. 37 (IX, 661).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
harmonieux, sonore.
Étymologie: εὖ, θρέω.
Russian (Dvoretsky)
εὔθροος:
1 звучный, певучий (κερκίς Anth.);
2 оглашаемый пением (ὀρνίθων ἐπίβαθρον Anth.).
Greek Monolingual
εὔθρους, εὔθρουν και ἐΰθροος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά ή καλά («εὔθροα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρους].
Greek (Liddell-Scott)
εὔθροος: Ἐπικ. ἐΰθροος, ον, εὔηχος, Ὀππ. Κ. 5. 285, Ἀνθ. Π. 6. 39.
Greek Monotonic
εὔθροος: Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, εύηχος, σε Ανθ.