ἐπίβαθρον
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
τό,
A fare of an ἐπιβάτης, passenger's fare, καὶ δέ κεν ἄλλ' ἐ… δοίην Od.15.449, cf. D.S.1.96; so of Charon's fare, νεὼς Ἀχεροντείας ἐ. Call.Fr.110: generally, rent, payment for anything, γῆς Plu.2.727f; toll, Call.Del.22 (pl.).
II. τὰ ἐ., of a sacrifice, regarded as a fare paid on embarking, A.R.1.421.
III. ἐ. ὀρνίθων roosting-place, perch, AP9.661 (Jul.); ἐ. ἀοιδῆς stool for a singer, ib.140 (Claud.), cf. PLond.1821.283.
2 = ἐπιβάθρα (ladder) 1, PSI2.171.27 (pl., dub., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 927] τό, das Fährgeld, welches der ἐπιβάτης auf dem Schiffe giebt, Od. 15, 448, wie δέξο θυηλήν, ἥν τοι τῆσδ' ἐπίβαθρα χάριν προτεθεί μεθα νηός, zum Dank, Opfer beim Einsteigen, Ap. Rh. 1, 420; D. Sic. 1, 96; Plut. Symp. 8, 7, 3 sagt vom Storch, ἐπίβαθρον τῆς γῆς δίδωσι, Lohn dafür, daß er die Erde (od. das Dach) betritt; Miethgeld, vgl. Call. Del. 22. – Aber ἐπίβαθρον ὀρνίθων, Iul. Aeg. 37 (IX, 661), worauf die Vögel sitzen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prix du passage sur un vaisseau ; en gén. droit qu'on acquitte pour séjourner qqe part.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίβαθρον: τό1) (тж. τὸ ἐ. νόμισμα Diod.) плата за перевоз на судне Hom.;
2) плата за право пребывания (ἐ. τῆς γῆς διδόναι Plut.);
3) насест (ὀρνίθων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβαθρον: τό, τὸ ναῦλον ἐπιβάτου, ναῦλον, Λατ. naulum, καὶ δέ κεν ἄλλ’ ἐπίβαθρον… δοίην Ὀδ. Ο. 449· καθόλου, ἐνοίκιον, μισθός, πληρωμὴ διά τι, γῆς Πλούτ. 2. 727F, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22· πρβλ. Εὐστ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ο. 448 καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. τὰ ἐπίβαθρα (ἐξυπ. ἱερά), ἐπιβατήρια ἱερά, θυσίαι κατὰ τὴν ἐπιβίβασιν εἰς πλοῖον, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 421. ΙΙΙ. ἐπίβαθρον ὀρνίθων, μέρος ἔνθα ἀναβαίνουσι καὶ κοιμῶνται ἢ «κουρνιάζουν» τὰ πτηνά, τοῦτο δὲ συνήθως εἶναι κλάδος δένδρου, Ἀνθ. Π. 9. 661.
English (Autenrieth)
(paid by an ἐπιβάτης): fare, passage-money, Od. 15.449†.
Greek Monolingual
ἐπίβαθρον, το (Α) βάθρον
1. ναύλο για επιβίβαση
2. μίσθωμα, ενοίκιο
3. διόδια
4. επιβάθρα
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά)
θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο
6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» — βάθρο για αοιδό
β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» — το μέρος όπου ανεβαίνουν και κουρνιάζουν τα πουλιά.
Greek Monotonic
ἐπίβαθρον: τό (ἐπιβαίνω),
I. εισιτήριο επιβάτη, Λατ. naulum, σε Ομήρ. Οδ.
II. μέρος για κούρνιασμα, φωλιά σε κλαδί δέντρου, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπίβαθρον, ου, τό, ἐπιβαίνω
I. a passenger's fare, Lat. naulum, Od.
II. a roosting-place, perch, Anth.