εὔκτιστος

English (LSJ)

εὔκτιστον, poet. ἐΰκτιστος, (> κτίζω) = ἐϋκτίμενος (good to dwell in, so as to be good to dwell in, well-made, well-wrought), Sch. Hes. Sc. 270.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκτιστος: -ον, ποιητ. ἐΰκτιστος, (κτίζω) = τῷ προηγ., Ἰωάν. Διακ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. 270.

Greek Monolingual

εὔκτιστος, -ον, ποιητ. τ. ἐΰκτιστος, -ον (Μ)
εϋκτίμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτιστός.