ἐϋκτίμενος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, (κτίζω) = εὖ ναιόμενος, good to dwell in, epithet of cities, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον Il.2.501, etc.; πόλις B.5.149; of anything on which man's labour has been bestowed, νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο wrought it so as to be good to dwell in, Od.9.130; ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ on a well-made threshing floor, Il.20.496, 21.77; the same phrase, of a garden, well-wrought, Od.24.226. (εὐκτίμενος in h.Ap.36, B. l.c.)
German (Pape)
[Seite 1077] wohlgebaut, wohlgegründet, οἶκος, δόμος, Od. 15, 129. 24, 214; ἀγυιαί, Il. 6, 391; πτολίεθρον, 2, 501; Λέσβος, 9, 129; ἀλωή, gut angelegt, Od. 24, 335, vgl. Il. 20, 496. 21, 77; auch sp. D. – Nur H. h. Ap. 36 steht εὐκτιμενος.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] η, ον,
1. bien bâti, en parl. de villages, IL. 2.501, etc.; νῆσος ἐϋ. OD. 9.130, île couverte de belles constructions;
2. p. ext. bien travaillé, bien ordonné (verger).
Étymologie: εὖ, *κτίω, v. κτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐϋκτίμενος: HH εὐκτίμενος 3
1 хорошо построенный, благоустроенный (πτολίεθρον, οἶκος Hom.);
2 хорошо устроенный (ἀλωή Hom.);
3 хорошо застроенный, плотно населенный (νῆσος Hom., HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋκτίμενος: -η, -ον, (κτίζω) καλῶς ἐκτισμένος, Ὁμ. ἐπίθετον τῶν πόλεων, ἐϋκτ, πτολίεθρον Ἰλ. Β. 501, κτλ.· ἀκολούθως περὶ παντὸς πράγματος εἰς ὃ ὁ ἄνθρωπος εἰργάσθη, νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο, κατειργάσαντο οὕτως ὥστε νὰ ἔχῃ κομψὰς οἰκοδομάς, Ὀδ. Ι. 130 (ἔνθα ἴδε Nitzsch)· ἐϋκτ. ἐν ἀλωῇ, ἐπὶ ἁλωνίου καλῶς κατασκευασμένου, Ἰλ. Υ. 496, Φ. 77· ἐπὶ κήπου, καλῶς κεκαλλιεργημένος, Ὀδ. Δ. 226. Ὁ κοινὸς τύπος εὐκτιμένη ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 36.
Greek Monolingual
ἐϋκτίμενος, -η, -ον (Α)
1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.)
2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο», Ομ. Οδ.
κουράστηκαν για να έχει το νησί ωραίες οικοδομές, για να γίνει κατάλληλο να κατοικηθεί
β. «ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ» — σε καλά κατασκευασμένο αλώνι, Ομ. Ιλ.
γ. «εὗρεν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ» — βρήκε σε καλά καλλιεργημένο κήπο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτίμενος, αρχαιότατη μετοχή ενεστώτα του κτίζω που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά με τον τύπο ki-ti-me-no].
Greek Monotonic
ἐϋκτίμενος: -η, -ον (κτίζω), καλοκτισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· νῆσος ἐϋκτιμένη, εφοδιασμένη με κομψά κτίρια, σε Ομήρ. Οδ.· ἐϋκτ.ἐν ἀλώῃ, σε καλοφτιαγμένο αλώνι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κήπο, καλά καλλιεργημένος, σε Ομήρ. Οδ.