ζάβατος

English (LSJ)

ζάβατον, Aeol. for διαβατός, Sapph.158.
2 = πίναξ ἰχθυηρός (Paph.), Hsch. (cf. γαβαθόν, καβάθα).

Spanish (DGE)

γαβαθόν, -οῦ, τό
• Alolema(s): γάβαθον Hsch.; κάβαθον UPZ 149.40 (III a.C.); chipr. ζάβατος Hsch.; κάβαθα, ἡ DP 15.51
gábata, cuenco, escudilla κάβαθα β' UPZ l.c., κάβαθα ἤτοι κάμηλα σημοδιαία γεγενημένη τετορνευμένη escudilla o cazuela de media fanega de capacidad hecha a torno, DP l.c., cf. Hsch.
utilizada como lámpara en las iglesias γαβαθὰ τρία FDE 13.7 (II d.C.).
• Etimología: Prést. oriental, cf. chipr. ζάβατος, quizá de origen sem., cf. ugarít. qb’t.

Russian (Dvoretsky)

ζάβατος: эол. = διαβατός.

Greek (Liddell-Scott)

ζάβατος: -ον, Αἰολ. ἀντὶ διαβατός, Σαπφὼ 150 Bgk.

Greek Monolingual

ζάβατος, -ον (Α)
1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός
2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάβατος -ον Aeol. voor διαβατός.