ζάλα

English (LSJ)

θόρυβος, Hsch.


English (Slater)

ζᾰλα storm, met., tribulation οἱ δ' ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις (O. 12.12)

Greek Monolingual

ζάλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος».