ζάχολος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (χολή) = ζάκοτος (very enraged), AP9.524.7.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr zornig, Bacchus, Ath. IX, 524.

Russian (Dvoretsky)

ζάχολος: (ᾰ) раздраженный, гневный (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ζάχολος: ᾰ, ον, (χολὴ) = ζάκοτος, Ἀνθ. Π. 9. 524, 7, πρβλ. ἄχολος.

Greek Monolingual

ζάχολος, -ον (Α)
ζάκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -χολος (< χολή) πρβλ. μελάγχολος, πικρόχολος].

Greek Monotonic

ζάχολος: [ᾰ], -ον (χολή), = ζάκοτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ζά-˘χολος, ον χολή = ζάκοτος, Anth.]