ζανεκέως

English (LSJ)

or ζανεκῶς, Adv., Aeol. for διανεκῶς, cj. in Corinn.9; cf. αἰζηνεκές· διηνεκές, αἰώνιον, Hsch. ζανίδες· ἡγεμονίδες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾱνεκέως: ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. 9· - ἐφθαρμένον τι γλώσσημα τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «αἰζηνεκές, διηνεκές, αἰώνιον».

Greek Monolingual

ζανεκέως και ζανεκῶς (Α)
επίρρ. αιολ. τ. του διηνεκώς, βλ. διηνεκής.