ζευγάς

Greek Monolingual

ο ζεύγος
1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης
2. παροιμ. «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς» — δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες.