ζευγίζω

English (LSJ)

yoke in pairs, unite, in Pass., PGrenf.1.1.1(ii B.C.), LXX 1 Ma.1.15,Aq.Nu.25.3.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγίζω: μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.

Greek Monolingual

ζευγίζω (Α) ζεύγος
συνδέω κατά ζεύγη κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώνω.