ζευγαρωτός

Greek Monolingual

-ή, -ό ζευγαρώνω
1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό
το ζευγάρι.
επίρρ...
ζευγαρωτά
ανά δύο.