σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
[ζευγάριο(ν)]
1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος
2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω
3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή του είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια»)
3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος
4. ζευγαρίζω, οργώνω.