ζευγαρώνω

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

[ζευγάριο(ν)]
1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος
2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω
3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή του είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια»)
3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος
4. ζευγαρίζω, οργώνω.