ζεύγλα

English (Slater)

ζεύγλα yoke strap ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος (sc. βοῦς) (P. 4.227)

Greek Monolingual

ζεῡγλα, ἡ (Α)
βλ. ζεύγλη.