ζεύγλη
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἡ,
A loop attached to the yoke (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα… ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr.463; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2.
2 = ζεῦγος 1.1, BGU1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose.
II cross-bar of the double rudder, E.Hel.1536.
German (Pape)
[Seite 1137] ἡ, das Joch, bes. der Teil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
partie du joug où s'emboîte le cou de l'animal.
Étymologie: ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζεύγλη -ης, ἡ [ζεύγνυμι] jukkussen; jukband (rond de kop van het trekdier):; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν ἀμφοτέρωθεν hun manen die aan weerszijden langs het juk vielen uit de jukband Il. 17.440; juk. dwarsbalk (aan het roer van een schip). Eur. Hel. 1536.
Russian (Dvoretsky)
ζεύγλη: дор. ζεῦγλᾰ ἡ
1 яремный хомут (ζυγόν состояло из двух ζεῦγλαι) Hom., Pind., Aesch., Her.;
2 (= ζυγόν) ярмо: ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. надеть на себя ярмо; ζ. δούλη Anth. ярмо рабства;
3 pl. ζεῦγλαι рулевые ремни, впосл. деревянная поперечина (для укрепления руля): πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίεσθαι Eur. опустить (в воду) руль на ремнях, т. е. поставить руль.
English (Autenrieth)
yoke-cushion, between neck and yoke. (Il.) (See cut No. 72, also 45, letter d.)
Greek Monolingual
και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)
(για υποζύγια) καμπύλο μέρος του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος του ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα άκρα του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων
2. υποτέλεια, ζυγός δουλείας
μσν.-αρχ.
1. η αφοσίωση στον θεό
2. ο ευλογημένος δεσμός του γάμου
3. η ιερωσύνη
αρχ.
1. το ζεύγος, το ζευγάρι
2. ο ιμάντας που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγνυμι (βλ. και ζεύγος). Από τον τ. ζεύγλα, με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγματος -γλ- σε -βλ-, προήλθε ο τ. ζεύλα].
Greek Monotonic
ζεύγλη: ἡ,
I. καμπυλωτό μέρος του ζυγού (ζυγόν) στον οποίο έμπαινε ο τράχηλος του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το ζυγόν να έχει δύο ζεύγλας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. ιμάντας ή ξύλο που ενώνει δύο πηδάλια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ζεύγλη: ἡ, τὸ καμπύλον μέρος τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ τράχηλος τοῦ ζῴου, ὥστε ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 (ἔνθα ἡ χαίτη τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν)· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ ξύλον συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.
Middle Liddell
ζεύγλη, ἡ,
I. the strap or loop of the yoke (ζυγόν) through which the beasts' heads were put, so that the ζυγόν had two ζεῦγλαι, Il. Hdt., etc.
II. the cross-bar of the double rudder, Eur.