ζηλημοσύνη

English (LSJ)

ἡ, poet. for ζῆλος, Q.S.13.388 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, = ζῆλος, plur., Qu. Sm. 13, 388.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλημοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ζῆλος, Κόϊντ. Σμ. 13. 288, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

ζηλημοσύνη, ή (Α) ζηλήμων
ζήλος.