ζήλος

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, το, Α και ζᾱλος, ὁ)
1. ψυχική ζέση, προθυμία για την εκτέλεση έργου ή αφοσίωση σε κάποια αποστολή (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)
2. σφοδρή επιθυμία, έντονος πόθος («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, ζῆλος ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)
μσν.-αρχ.
1. φθόνος, ζηλοτυπία («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)
2. προθυμία για μίμηση κάποιου, θαυμασμός («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», Πλούτ.)
3. δικαιολογημένη αντίθεση και αγανάκτησηζῆλος κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. το αντικείμενο τών ευγενικών επιδιώξεων
2. η σταθερή επιδίωξη ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου», Στράβ.)
3. ορμή, σφοδρότητα («πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)
4. φρ. «ζῆλος τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό καθεστώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα ζητρός, ζητέω-ώ, ζημία, δίζημαι, αλλά χωρίς σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.
ΠΑΡ. ζηλεύω αρχ. ζαλέω, ζηλαίος, ζηλέω
ζηλοσύνη, ζηλόω.
ΣΥΝΘ.: (Α' συνθετικό) ζηλότυπος, αρχ. ζηλοδοτήρ, ζηλομανής
μσν.
ζηλοπαθής
νεοελλ.
ζηλόφθονος. (Β' συνθετικό) άζηλος, αντίζηλος, επίζηλος, κακόζηλος, πολύζηλος, χαμαίζηλος
αρχ.
αγάζηλος, ανομόζηλος, αρίζηλος, βαρύζηλος, δύσζηλος, ετερόζηλος, εύζηλος, μεγαλόζηλος, ομόζηλος, παναρίζηλος, φιλόζηλος
νεοελλ.
περίζηλος.
(II)
ο
υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.