ζιμιό
Greek Monolingual
(Μ ζιμιό και ζιμιόν και εἰς μιό[ν] και 'ς μιό[ν])
επίρρ.
1. μεμιάς, αμέσως, γρήγορα («εξελησμόνησα ζιμιό τά μού 'χες καμωμένα», Ερωτόκρ.)
2. στο εξής
μσν.
μαζί, συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. jιμιό < (με ανάπτυξη φωνήεντος ι μεταξύ τών σ + μ) < 'σμιόν < εισμιόν < εισμίον (μίον μσν. μεταπλασμ. τ. του μία < εισμίαν < εις μίαν].