μεμιάς

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

και μεμιά
επίρρ.
1. με την πρώτη, μια κι έξω, με μία κίνηση ή με μία μόνο ενέργεια
2. ξαφνικά, απότομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. με μια, με επίδραση του διὰ μιᾶς].