μεμιάς

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

και μεμιά
επίρρ.
1. με την πρώτη, μια κι έξω, με μία κίνηση ή με μία μόνο ενέργεια
2. ξαφνικά, απότομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. με μια, με επίδραση του διὰ μιᾶς].