ζοφοειδής

English (LSJ)

ζοφοειδές, dark-coloured, Hp.Mul.1.11; of the colour of an elephant, Aret.SD2.13.

German (Pape)

[Seite 1140] ές, dunkel aussehend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ζοφοειδής: -ές, = τῷ πρηγ., Ἱππ. 595. 40, κτλ.· οὕτω, ζοφόεις, εσσα, εν, Νίκ. Θ. 775, Ἀλ. 474.

Greek Monolingual

ζοφοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σκοτεινό, μαύρο χρώμα, σκοτεινόχρωμος, αμαυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + -ειδής (< είδος)].