σκοτεινόχρωμος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σκούρο χρώμα, σκουρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σκουρόχρωμος].