σκοτεινόχρωμος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σκούρο χρώμα, σκουρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σκουρόχρωμος].