ἡ, pair, PSI3.225.4 (vi A.D.); faggot, ib.5.481.4 (v/vi A.D.).
[Seite 1140] ἡ, das Paar, Sp.
ζυγή, ἡ (AM)
ζεύγος
αρχ.
(ως όργανο βασανισμού) ζυγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ- του θ. ζευγ- (πρβλ. φεύγω > φυγή)].