ζυγηδόν

English (LSJ)

Adv. in pairs, Hld.10.27.

German (Pape)

[Seite 1140] verbunden, paarweis, Heliod. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ζυγηδόν: ἐπίρρ., κατὰ ζεύγη, Ἡλιόδ. 10. 17.

Greek Monolingual

ζυγηδόν)
επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά
νεοελλ.
ως γυμναστικό παράγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. -ηδόν (πρβλ. βουστροφηδόν, πρηνηδόν)].