ζυγιστής

Greek Monolingual

και ζυγιαστής, ο ζυγίζω
1. αυτός που ζυγίζει
2. αυτός που έχει ως επάγγελμα (ως υπηρεσία) τη ζύγιση και γενικά τον έλεγχο τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται στο τελωνείο.