ζυγοστάθμιση
Greek Monolingual
και ζυγοστάθμηση, η (Μ ζυγοστάθμησις)
ζύγιση, ζύγισμα, στάθμιση με ζυγό
νεοελλ.
τεχνολ. η με αντίβαρα εξουδετέρωση τών κραδασμών τών κινούμενων εξαρτημάτων μιας μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + στάθμιση (< σταθμίζω)].
και ζυγοστάθμηση, η (Μ ζυγοστάθμησις)
ζύγιση, ζύγισμα, στάθμιση με ζυγό
νεοελλ.
τεχνολ. η με αντίβαρα εξουδετέρωση τών κραδασμών τών κινούμενων εξαρτημάτων μιας μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + στάθμιση (< σταθμίζω)].