σταθμίζω
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
= σταθμάω, weigh, literally or metaph., Aq.Jb.28.25, al., Sm. Jb.6.2, IG22.1121.12 (iv A.D.), Elias in Porph.75.21, Suid., Eust. 114.6.
German (Pape)
[Seite 927] = σταθμάω, wägen, nach dem Senkblei od. der Setzwage richten, Hesych. v. σταφύλη.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμίζω: σταθμάω, «ζυγίζω», Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ., Εὐστ. 114. 6, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σταθμός
προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση
2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια»)
μσν.
ελέγχω, ρυθμίζω
αρχ.
αντισταθμίζω, φέρω σε κατάσταση ισορροπίας.