ζυθοποιός

Greek Monolingual

ο (Α ζυθοποιός)
παραγωγός, παρασκευαστής ζύθου
αρχ.
παραγωγός ζύθου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -ποιός < ποιώ.].