Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ζωηρόχρωμος
Greek Monolingual
-η, -ο αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ.<ζωηρός+ -χρωμος (<χρώμα), πρβλ. άχρωμος, μονόχρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδαΕφημερίς].