ζωοδοτήρ

English (LSJ)

ζωοδοτῆρος, ὁ, giver of life, Orph.Fr.65:—fem. ζωοδότειρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1144] ῆρος, ὁ, Sp., u. ζωοδότης, ὁ, der Leben schenkende, Sp.

Greek Monolingual

ζωοδοτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. ζωοδότειρα (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + δοτήρ (< δίδωμι)].