ζωοδότης
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
ζωοδότου, ὁ, = ζωοδοτήρ (life-giver, giver of life), Vett.Val. 124.31, Them. Or. 15.198b.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοδότης: -ου, ὁ, (δίδωμι) ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, Θεμίστ. 198Β, κτλ.· ὡσαύτως ζωοδοτήρ, ῆρος, Βυζ.· θηλ. ζωο-δότειρα, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Γραμμ. ἐν Catal. Bibl. Riccard. σ. 38.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ζωοδότειρα και ζωοδότρια και ζωοδότις (AM ζωοδότης, θηλ. ζωοδότις και ζωοδότειρα)
αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοποιός («ο ζωοδότης ήλιος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -δοτης (< δίδωμι), πρβλ. εκδότης, καταδότης.
German (Pape)
ὁ, der Leben schenkende, Sp.