ζωοδόνος

Greek Monolingual

ζωοδόνος, -ον (Μ)
αυτός που δονεί, που κινεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -δονος (< δονώ), πρβλ. ετνοδόνος].