δονώ
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Greek Monolingual
(-έω) (AM δονῶ)
1. πάλλω, τινάσσω, θέτω σε παλμική κίνηση
2. συγκινώ, συγκλονίζω
αρχ.
1. παρασύρω («τὰς [ενν. βόας] οἶστρος ἐδόνησεν», Ομ. Ιλ.)
2. διαταράσσω, φοβίζω, εκπλήττω
3. (για έρωτα) εξεγείρω, ταράσσω
4. παθ. (-οῦμαι) περιστρέφομαι
5. (για ήχο) μουρμουρίζω, ψιθυρίζω
6. (για μέλισσα) βομβώ.