το (AM ζωστάριον)νεοελλ.ζώνη, ζωνάριμσν.-αρχ.στρατιωτικό ένδυμα που φθάνει μέχρι τα γόνατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωστός (του ζώννυμι) + κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. ειλη-τάρι(ον), προσευχη-τάρι(ον)].